- σχαδίζω
- Α(κατά το Μέγα Ετυμολογικόν) βλ. σχαλίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σχαδίσαι — σχαδίζω aor inf act σχαδίσαῑ , σχαδίζω aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σχαλίζω — και κατά το Μέγα Ετυμολογικόν σχαδίζω Α 1. (κατά τον Ησύχ., Φώτ. και Σούδ.) θηλάζω, βυζαίνω 2. πιθ. σκαλίζω τη γη. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Ο τ. είναι πιθ. εσφαλμένος] … Dictionary of Greek